- ρινισμός
- ο(ιατρ.), διαταραχή της λαλιάς κατά την οποία ο άρρωστος αντί των φθόγγων β, λ, π, προφέρει τους φθόγγους μ, ν, προφέρει λ.χ. νύκος (αντί λύκος).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.